- λήκυθος
- λήκυθος: oil-flask, Od. 6.79 and 215.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
λήκυθος — oil flask fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
λήκυθος — η μικρό μυροφόρο αγγείο, συνήθως πήλινο, που το προόριζαν για τους νεκρούς: Στον τάφο δίπλα στα οστά βρέθηκε μια λήκυθος με μύρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ЛЕКИФ — • Λήκυθος, небольшая крепость на полуострове Сифонии в Халкидике, в западной части на морской косе; Брасид отнял ее у афинян и разрушил ее стены; н. Ая Кириаки. Thuc. 4, 113 … Реальный словарь классических древностей
ληκύθοις — λήκυθος oil flask fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκύθου — λήκυθος oil flask fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκύθους — λήκυθος oil flask fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκύθων — λήκυθος oil flask fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληκύθῳ — λήκυθος oil flask fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήκυθοι — λήκυθος oil flask fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήκυθον — λήκυθος oil flask fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)